Αν και συνήθως δεν γράφω για τις εκδρομές και τα ταξίδια που κάνω, διαβάζοντας σήμερα αυτά που έγραψε για την Ανάβρα ο koyrsaros , συντελούντος και του άσχημου καιρού που μας κρατάει κλεισμένους στο σπίτι, θα παραβώ τον κανόνα και θα περιγράψω την προτελευταία και μικροπεριπετειώδη εκδρομή που κάναμε στο ανωτέρω χωριό πριν από ένα ακριβώς μήνα (13-14/10/2011), γιατί πιστεύω ότι ίσως να υπάρχουν και μερικοί άλλοι «Ταξιδευτές», που θα ήθελαν να μάθουν κάτι παραπάνω για μέρη που έχουν κάποιο έστω και μικρό ενδιαφέρον.
Εμείς για την Ανάβρα μάθαμε, όταν την παραμονή το βράδυ σε τηλεφωνική επικοινωνία με έναν παιδικό φίλο από τη Βέροια, που ξέρει ότι μας ενδιαφέρει πολύ να μαθαίνουμε την ύπαρξη αξιόλογων τοποθεσιών στην χώρα μας και όχι μόνο, μας είπε ότι πριν από λίγους μήνες έδειξε η τηλεόραση σε κάποια εκπομπή την Ανάβρα, ένα χωριό στην περιφέρεια της Λάρισας που παρουσίαζε μεγάλο ενδιαφέρον και άξιζε τον κόπο να το επισκεφτούμε. Το σκεφτήκαμε και μιας και είχε περάσει σχεδόν ένας ολόκληρος μήνας με πλήρη εκδρομική απραξία και αφού η μετεωρολογική υπηρεσία προέβλεπε μεν πολύ κρύο αλλά ηλιόλουστο καιρό για τις επόμενες δύο μέρες, αποφασίσαμε να πάμε να την γνωρίσουμε. Ανοίξαμε τον χάρτη και ψάχνοντας γύρο από την Λάρισα, βρήκαμε την Ανάβρα. Τηλεφωνήσαμε αμέσως στον φίλο μας, γιατί είχε εκφράσει την επιθυμία να έρθει και εκείνος εάν κάποια στιγμή το αποφασίζαμε και συνεννοηθήκαμε να συναντηθούμε την άλλη μέρα το πρωί κατά τις έντεκα και μισή με δώδεκα στον Σιδηροδρομικό Σταθμό της Λάρισας. Έτσι την επομένη το πρωί ξεκινήσαμε από την Αθήνα, πήγαμε στο ραντεβού και συνεχίσαμε για την Ανάβρα, που απείχε από την Λάρισα 30 χιλιόμετρα. Όταν όμως φτάσαμε, διαπιστώσαμε ότι το χωριό δεν είχε καμία απολύτως σχέση με αυτά που είχε δει και που μας περιέγραψε ο φίλος μας. Με δυσκολία βρήκαμε έναν άνθρωπο, που ευτυχώς ήταν καλά ενημερωμένος και όταν τον ρωτήσαμε για τα σχετικά, μας είπε ότι και άλλοι έχουν πάει εκεί, ψάχνοντας για την Ανάβρα που παρουσίασε η Τηλεόραση, αλλά αυτή δεν ήταν η Ανάβρα που θέλαμε. Αυτή ήταν η Ανάβρα Αγιάς, ενώ αυτή που μας ενδιαφέρει είναι η Ανάβρα Μαγνησίας, που βρίσκεται μεταξύ Αλμυρού και Δομοκού, σαράντα πέντε χιλιόμετρα μετά την Λαμία με παράκαμψη από τον δρόμο Λαμίας – Δομοκού. Τον ευχαριστήσαμε για τις πληροφορίες και επειδή ήταν περασμένο μεσημέρι, τον ρωτήσαμε που μπορούμε να φάμε κάτι. Η απάντηση ήταν ότι στο χωριό του δεν υπήρχε τίποτα και μας έστειλε στην Αγιά, όπου υπάρχει μία ταβέρνα και μπορούμε να φάμε. Κάναμε λοιπόν άλλα δέκα χιλιόμετρα και καταφέραμε να βρούμε σε χωματόδρομο έξω από το χωριό επάνω σε ένα λόφο την ταβέρνα. Φάγαμε καλά (είχε μόνο της ώρας), απολαύσαμε την θέα (η ταβέρνα λεγόταν Πανόραμα) και αμοληθήκαμε για τον προορισμό μας.
Αρκετά χιλιόμετρα πριν από την Ανάβρα Μαγνησίας πήραμε την πρώτη γεύση του χωριού. Επάνω στον δρόμο στο πουθενά και παντού στη γύρο περιοχή κυκλοφορούσαν αδέσποτα γουρούνια, γουρουνάκια, αγελάδες και γιδοπρόβατα.
Όταν φτάσαμε στο χωριό είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Πρώτη μας φροντίδα ήταν να εξασφαλίσουμε κατάλυμα. Ρωτήσαμε κάποιον και μας είπε ότι ξενοδοχείο δεν υπάρχει, όμως υπάρχουν ενοικιαζόμενα δωμάτια σε σπίτια και μας παρέπεμψε στην πλατεία του χωριού στο πολιτιστικό κέντρο. Το κέντρο ήταν μία μεγάλη αίθουσα που λειτουργεί σήμερα σαν καφενείο, εστιατόριο, καφετέρια και κέντρο πληροφοριών. Υπάρχει ένας μόνο, αλλά πολύ εξυπηρετικός υπάλληλος, που κάνει όλες τις δουλειές. Όταν του είπαμε ότι θέλαμε δύο δωμάτια για μία νύχτα, πείρε αμέσως τηλέφωνο και για να μην παιδευόμαστε μας πήγε ο ίδιος στο σπίτι που θα μέναμε. Ήταν ένα ανεξάρτητο σπίτι στον κήπο ενός μεγαλύτερου, που είχε δύο δωμάτια με κοινό λουτροκαμπινέ και τα πάντα ήταν πεντακάθαρα. Τακτοποιηθήκαμε και επιστρέψαμε στο πολιτιστικό κέντρο, για να παρακολουθήσουμε στην μεγάλη οθόνη τον ποδοσφαιρικό αγώνα της Εθνικής Ελλάδος, που θα μετέδιδε η τηλεόραση. Μετά τον αγώνα, αφού απολαύσαμε ένα ωραίο δείπνο που μας ετοίμασε ο αρμόδιος υπάλληλος με τη βοήθεια της γυναίκας του, επιστρέψαμε στο κατάλυμά μας για ύπνο. Το κρύο ήταν γερό (το χωριό όπως ανέφερε και ο koyrsaros βρίσκεται σε υψόμετρο χιλίων μέτρων), αλλά το καλοριφέρ λειτουργούσε στο φουλ όλη τη νύχτα και το σπίτι ήταν τόσο ζεστό, που κοιμηθήκαμε με μισάνοιχτο το ένα παράθυρο.
Το πρωί, αν και η σπιτονοικοκυρά από βραδύς, αφού μας ζήτησε πρώτα συγνώμη γιατί λόγω της ώρας δεν ήταν δυνατό να προμηθευτεί και να μας ετοιμάσει κανονικό πρωινό, μας είχε φέρει διάφορους χυμούς, τσάγια, καφέδες, γκαζάκι με τα ανάλογα σύνεργα και κάτι δικά της κουλουράκια (τα οποία τιμήσαμε δεόντως), πληρώσαμε (50 συνολικά €) και κατεβήκαμε για πρωινό στο πολιτιστικό κέντρο. Εκεί είχαμε την ευκαιρία να πιάσουμε την συζήτηση με τον υπάλληλο (λόγω εποχής ήμασταν οι μόνοι πελάτες και είχε όλο τον χρόνο να ασχοληθεί μαζί μας) και να μάθουμε για το χωριό πολλά πράγματα, τα οποία δεν θα αναφέρω, γιατί σε γενικές γραμμές τα έγραψε ο koyrsaros. Εγώ θα συμπληρώσω μόνο μερικές μικρές λεπτομέρειες που δεν έχουν αναφερθεί.
Ανέκαθεν οι μόνιμοι κάτοικοι της Ανάβρας ήταν και είναι κυρίως Βλάχοι και Σαρακατσάνοι και η κύρια ασχολία τους για αιώνες ήταν και είναι η κτηνοτροφία μικρών και μεγάλων ζώων και μάλιστα ελεύθερης βοσκής (ακόμα και μέσα στο χωριό είδαμε να κυκλοφορούν ελεύθερες αγελάδες).
Δύο σεισμοί (το 1956 και το 1980) και δύο πόλεμοι (ο Β’ Παγκόσμιος και ο Εμφύλιος) κατέστρεψαν τη φυσιογνωμία της Ανάβρας και σήμερα είναι ένας οικισμός χωρίς κανένα παραδοσιακό χαρακτήρα.
Σύμφωνα με αυτά που μας είπαν, πριν από το 1990 η Ανάβρα ήταν ένα χωριό που κινδύνευε να ερημώσει. Μία ομάδα ανθρώπων με έναν δραστήριο πρόεδρο και ασφαλώς με τη βοήθεια των κατοίκων και την σωστή εκμετάλλευση πόρων από την ΕΕ, κατάφερε να ξαναζωντανέψει το χωριό και να αποκτήσει η κοινότητα όλα αυτά που αναφέρει ο koyrsaros.
Με το νόμο «Καποδίστριας» η Ανάβρα είχε εξαιρεθεί από τη συνένωση δήμων και κοινοτήτων, γιατί συγκέντρωνε όλες τις προϋποθέσεις. Με το νέο όμως νόμο «ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗΣ» ενσωματώθηκε στον διευρυμένο δήμο Αλμυρού, ένα δήμο που όπως μας είπαν έχει πολλά οικονομικά προβλήματα και στον οποίο ανήκουν πλέον όλοι οι πόροι της κοινότητας.
Εμάς μας έκανε εντύπωση το ότι ένα μικρό χωριό είχε πολιτιστικό κέντρο, διώροφο ελεύθερο παρκινγκ, δύο αίθουσες εκδηλώσεων, Λαογραφικό Μουσείο Κτηνοτροφικής Ζωής, Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών (ήταν κλειστό όταν πήγαμε εμείς) και πλήρως εξοπλισμένο κλειστό γυμναστήριο.
Για τους επισκέπτες όμως και τους εκδρομείς ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα τρία αναρριχητικά πάρκα της περιοχής, τα οποία δεν επισκεφθήκαμε καθ’ ότι στην ηλικία μας δεν είμαστε για τέτοιου είδους δραστηριότητες, το Αιολικό πάρκο στην Αετοράχη, ο χώρος των πηγών της Ανάβρας και το Περιβαλλοντικό πάρκο «ΓΟΥΡΑ».
Ο χώρος των πηγών της Ανάβρας είναι ένας χώρος ιδιαίτερης φυσικής ομορφιάς περιφραγμένος με υψηλό φράχτη, για να αποκλείει την είσοδο των ελεύθερα κινουμένων ζώων. Βρίσκεται σε υψόμετρο 770 μέτρων περίπου και σε απόσταση ενός περίπου χιλιομέτρου από τον οικισμό. Από εδώ πηγάζει ο ποταμός Γαλαίος που ενώνεται με άλλους μικρούς και σχηματίζει τον Ενιπέα, που είναι ένας από τους σημαντικότερους παραποτάμους του Πηνειού. Η μέση παροχή των πηγών είναι 400 κυβικά μέτρα νερού ανά ώρα. Μέσα στον χώρο αυτό υπάρχουν παγκάκια και χώροι αναψυχής, ένα μικρό θεατράκι, παιδικές χαρές, βρύση, αναψυκτήριο, τουαλέτες, νερόμυλος και διάφορα άλλα.
Το περιβαλλοντικό πάρκο «ΓΟΥΡΑ» είναι επίσης ένας παρόμοια περιφραγμένος με πυκνή βλάστηση καταπράσινος χώρος και η μία του είσοδος είναι απέναντι ακριβώς από την είσοδο του πάρκου των πηγών. Μετά από την είσοδο ξεκινάει δίπλα από το ποτάμι ένα πλακόστρωτο κύριο μονοπάτι μήκους 2 χιλιομέτρων και καταλήγει σε μία άλλη είσοδο στο τέλος του πάρκου. Το μονοπάτι αυτό αλλάζει τρείς φορές πλευρά του ποταμού και σε όλο το μήκος του έχει παγκάκια για ξεκούραση. Σε δύο σημεία (ένα λήγω ποιο κάτω από την αρχή και ένα στην είσοδο του τέλους) έχει βρύσες, παιδικές χαρές, χώρους αναψυχής, τουαλέτες και άλλα.
Παλιότερα υπήρχαν έντυπα με χάρτη και πληροφορίες για τα πάρκα, αλλά έχουν λέει εξαντληθεί και σήμερα λόγω έλλειψης πόρων δεν έχουν ξανατυπωθεί. Για τον ίδιο λόγο δεν υπάρχει κανένας φύλακας στα πάρκα και τα φυλάκια στις εισόδους είναι εγκαταλελειμμένα. Το ίδιο συμβαίνει και με τις υδροκίνητες εγκαταστάσεις (νερόμυλοι κλπ.). Πολύ αμφιβάλω αν υπάρχει και προσωπικό για τη συντήρηση όλων αυτών και για την καθαριότητα των χώρων. Τα πάντα έχουν αφεθεί με παραινετικές πινακίδες στην συμπεριφορά των επισκεπτών. Πάντως ανεξαρτήτως όλων αυτών νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να κάνει κανείς τον κόπο, αν βρεθεί προς τα εκεί και να επισκεφθεί τα πάρκα, γιατί είναι χώροι που προσφέρονται για αναψυχή, για περίπατο, για άθληση και για παιχνίδι στους επισκέπτες μικρής ηλικίας (Παιδιά). Ίσως μάλιστα κατά τους θερινούς μήνες η κατάσταση να είναι διαφορετική.
Εμείς μετά την επίσκεψη και στους δύο αυτούς χώρους ξεκινήσαμε για την επιστροφή στην Αθήνα, αφού περάσαμε πρώτα από το Λιανοκλάδι και αφήσαμε τον φίλο μας, για να πάρει το τρένο και να πάει στην Λάρισα, όπου είχε αφήσει το αυτοκίνητό του και να επιστρέψει και αυτός στη Βέροια.
Αυτή ήταν μια εκδρομή που ξεκίνησε για ημερήσια με αναχώρηση το πρωί και επιστροφή λίγο μετά τα μεσάνυχτα και εξελίχτηκε σε διήμερη με διπλάσια χιλιόμετρα και πολύ μεγαλύτερο κόστος, αφού ο φίλος μας μάλλον μπέρδεψε τη Λαμία με τη Λάρισα, γιατί δεν πιστεύω ότι η τηλεόραση έκανε τόσο μεγάλο λάθος. Πάντως άξιζε τον κόπο.
Αυτά για σήμερα. Ίσως αύριο μπορέσω να βάλω και μερικές φωτογραφίες από το εσωτερικό των πάρκων.
Υ Γ. Τώρα που τελείωσα και διάβασα αυτά που έγραψα, βλέπω ότι το παρατράβηξα περιγράφοντας λεπτομέρειες, αλλά δεν έχω το κουράγιο να αναμορφώσω το κείμενο. Βλέπεις από μικρός την «Έκθεση Ιδεών» την θεωρούσα πολύ μεγάλη αγγαρεία. Κατόπιν τούτου ζητώ συγνώμη για την πολυλογία, από όλους όσους τυχόν το διαβάσουν και θα προσπαθήσω να μην το επαναλάβω.