Ο Γιωρίκας και ο Κωστίκας ήταν συνεταίροι σε ποτοποιείο.
Δεν πηγαίναν καλά οι δουλειές και αποφασίζουν να το κλείσουν και να ανοίξουν στη θέση του κρεοπωλείο.
Ετοιμάστηκε το μαγαζί ήρθε ο εξοπλισμός, οι πάγκοι, τα ψυγεία, η μηχανή του κιμά, τα μαχαίρια, το εμπόρευμα - κρέατα κλπ και ήταν έτοιμοι να ανοίξουν.
Λέει ο Κωστίκας:
-Γιωρίκα, αύριο ανοίγουμε, να κάνουμε μια πρόβα πως θα υποδεχόμαστε και θα εξυπηρετούμε τους πελάτες. Κάνε εσύ τον πελάτη να κάνω εγώ τον καταστηματάρχη.
-Εντάξει, λέει ο Γιωρίκας, βγαίνει και ξαναμπαίνει σε λίγο.
-Καλημέρα, ωραίο τα μαγαζί σας, καλές δουλειές!
-Ευχαριστούμε, τι θα πάρετε;
-Δύο μπουκάλια κόκκινο, ένα λευκό, πέντε κόκα κόλες και τρείς μπύρες.
-Τι λες βρε! Τρελάθηκες; Κρεοπωλείο έχουμε τώρα, πάει το ποτοποιείο!
-Αμάν λάθος! Ξαναέρχομαι! βγαίνει και ξαναμπαίνει.
-Καλημέρα, ωραίο τα μαγαζί σας, καλές δουλειές!
-Ευχαριστούμε, τι θα πάρετε;
-Πέντε ρετσίνες Μαλαματίνα, έξι μπύρες Άμστελ, εφτά κόκα κο…
-Βρέ χάζεψες τελείως! αγανακτεί ο Κωστίκας. Κρεοπωλείο έχουμε, Κ Ρ Ε Ο Π Ω Λ Ε Ι Ο ! Θα κάνω εγώ τον πελάτη, κάτσε εσύ μέσα κάνε το αφεντικό! Βγαίνει ο Κωστίκας και ξαναμπαίνει.
-Καλημέρα, ωραίο τα μαγαζί σας, καλές δουλειές!
-Ευχαριστούμε, τι θα πάρετε;
-Ένα κιλό κιμά ανάμεικτο, δύο κιλά παϊδάκια και τρεις χοιρινές μπριζόλες.
-Κενά μπουκάλια φέρατε;