Ξανά στον κεντρικό «ανηφορίζουμε» για άλλα 6χμ και στρίβουμε αριστερά για Μάντρα, Πρωτοκκλήσι, Μικρό Δέρειο, περίπου 20-22χμ από τον κεντρικό. Το τοπίο αρχίζει και γίνεται λοφώδες και άρα πιο ενδιαφέρον. Μου έκανε εντύπωση που έβλεπα όλο και πιο πολλά αμπέλια. Και δεν μιλάμε για αμπελάκια, αλλά για μεγάλους αμπελώνες. Τα χωριά σ’ αυτή την περιοχή, στα δυτικά του νομού, κοντά στα σύνορα με τη Βουλγαρία, είναι μουσουλμανικά. Οι κάτοικοι είναι κυρίως Πομάκοι Κιζιλμπάσηδες (Ερυθροκέφαλοι) που ανήκουν στην αίρεση των Αλεβητών – Μπεκτατζήδων. Έχουν ιδιαίτερα ήθη και έθιμα και μάλλον δεν πρέπει να είναι και πολύ αρεστοί στις επίσημες μουσουλμανικές αρχές. Και μόνο η επαφή με αυτούς τους ανθρώπους είναι ένα «αξιοθέατο». Εμείς, όμως, είχαμε έρθει για δύο άλλα αξιοθέατα.
Μετά το Μικρό Δέρειο, οδηγήσαμε για 10χμ και φτάσαμε στο χωριό Ρούσσα. Αν και τα χωριά αυτά είναι καθαρά και περιποιημένα, η φτώχια και η διάκριση φωνάζει. Χαμηλά σπίτια, πολλά χωρίς σοβά, και ένας δυο καφενέδες σε ένα άνοιγμα σα πλατεία. Περάσαμε και αυτό το χωριό για το επόμενο που είναι το Γονικό και απέχει 6χμ. Ξέραμε πως και τα δύο αξιοθέατα είναι ανάμεσα στα δύο χωριά. Εκεί που πηγαίναμε λοιπόν βλέπουμε μια διασταύρωση λοξά δεξιά και μια καφέ πινακίδα που έγραφε: «Βραχογραφία 1100-900 π.Χ.» Νάτο λοιπόν το πρώτο. Δρόμο παίρνουμε, δρόμο αφήνουμε αλλά δεν βλέπουμε άλλη πινακίδα. Σίγουρα το προσπεράσαμε. Εκεί που λέμε να πάμε κάνα χιλιόμετρο ακόμα και να γυρίσουμε
νάτη η πινακίδα που έδειχνε δεξιά στην ανηφόρα μέσα στο δάσος. Παίρνουμε το μονοπάτι και λίγες δεκάδες μέτρα πιο πάνω νάτη.
Μια συστάδα βράχων και πάνω τους σκαλισμένα διάφορα δυσδιάκριτα σημάδια.
Λες νάναι άνθρωποι; Αστέρια; Ήλιοι; Μόνο οι ειδικοί φαντάζομαι πως είναι σε θέση να δουν και ίσως να ερμηνεύσουν. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο στην Κομοτηνή είχε ένα εκμαγείο και τα σημάδια που είδα ήταν ανθρώπινες φιγούρες, κάτι που στο βράχο απάνω ήταν εξαιρετικά δύσκολο να φανεί, με μια εξαίρεση. Δεν έχει σημασία όμως. Μπροστά στα μάτια μας είχαμε μια καλλιτεχνική έκφραση των ανθρώπων της περιοχής εκείνης 3000 χρόνια πριν!! Και αυτό ήταν που είχε σημασία.
Γυρίσαμε στη διασταύρωση και πήραμε ξανά το δρόμο δεξιά για το Γονικό. Φτάσαμε στο χωριό και στη μικρή πλατεία σταμάτησα να ρωτήσω. Σε ένα καφενέ ένα ζευγάρι, σχετικά νέοι, καθόταν και έπινε την μπύρα του (!!) Ναι, οι Κιζιλμπάηδες, σύμφωνα με τον οδηγό μου, πίνουν αλκοόλ και τρώνε χοιρινό!! Η κυρία βέβαια φορούσε μαντήλα. Ρώτησα λοιπόν:
- Ψάχνουμε για τον Τεκέ της Ρούσσας.
- Τον έχετε περάσει
- Που βρίσκεται;
- Θα γυρίσετε προς τη Ρούσσα και μόλις περάσετε εκείνο το ύψωμα (και μου έδειξε μπροστά), θα στρίψετε δεξιά στον άσφαλτο που θα βρείτε. Λίγα μέτρα παρακάτω είναι ο Τεκές.
- Ευχαριστώ πολύ!
- Νάστε καλά! Από πού μας έρχεστε;
- Από την Αθήνα.
- Ου! Μακριά! Καλό δρόμο νάχετε!
- Και πάλι ευχαριστώ!
Τι ευγενικοί και γλυκομίλητοι άνθρωποι! Και να σκεφτεί κανείς πως μέχρι πριν μερικά χρόνια τα χωριά τους χωρίζονταν με μπάρα και χρειαζόσουν άδεια για να τα επισκεφτείς. Αν πω πως είναι κάτι για το οποίο ντρέπομαι νομίζω πως πολλοί θα με καταλάβουν.
Ο οδηγός μου λέει πως θα βρούμε πινακίδες, αλλά εμείς δεν βρήκαμε ούτε μια. Τέλος πάντων. Αφού μάθαμε που είναι πάμε! Ξανά στο αυτοκίνητο και λίγα λεπτά μετά σταματάμε έξω από την είσοδο του Τεκέ.
Στον τόπο μας όταν λέμε τεκές, εννοούμε το χασισοποτείο. Στην πραγματικότητα όμως Τεκές είναι είδος Μουσουλμανικού Μοναστηριού!
Ένα τέτοιο μοναστήρι είναι και αυτό που ήρθαμε να δούμε. Ανήκει στην αίρεση των Μπεκτατζήδων και είναι το δεύτερο μεγαλύτερο και σπουδαιότερο προσκύνημα των Μπεκτατζήδων παγκοσμίως (!!!!!!) Αυτό σημαίνει ότι τακτικά μαζεύονται εκεί Αλεβήτες από όλο τον κόσμο.
Το μοναστήρι φέρεται να ιδρύθηκε λίγο πριν το 1400 και κτήτοράς του ο Δερβίσης Σεγγήτ Αλή Σουλτάν (Κιζίλ-Ντελή), ο οποίος μετά το θάνατο του τάφηκε σε ένα από τα κτίρια του. Η σαρκοφάγος του σκεπασμένη με το πράσινο ύφασμα με τα αποσπάσματα από το κοράνι και ένα γύρω μια ντουζίνα μπρούτζινα κηροπήγια (!!!!) Ναι, οι Μπεκτατζήδες ανάβουν κεριά!! Ρε τι μαθαίνει κανείς όσο ταξιδεύει! Αν και έχω επισκεφτεί το τέμενος του Χατζημεκτάς, του ιδρυτή του τάγματος, στην ομώνυμη πόλη της Καππαδοκίας, δεν είχα προσέξει κάτι τέτοιο!

Μόλις περάσαμε την πόρτα, βρεθήκαμε σε μια μεγάλη, επικλινή αυλή με μια τεράστια μουριά στη μέση, αρκετά δέντρα διάσπαρτα στο χώρο της και κάμποσα κτίρια ένα γύρω. Τα περισσότερα μοιάζουν με απλά χωριατόσπιτα. Το πιο καινούριο ήταν, μπαίνοντας αριστερά, μια μεγάλη αίθουσα με τραπέζια και καρέκλες, προφανώς χώρος εστίασης στις μεγάλες συνάξεις των πιστών. Τίποτα δεν δείχνει πως πρόκειται για ένα ιερό χώρο. Ούτε καν μιναρές, αν και μιναρέδες δεν είδαμε γενικά σε εκείνα τα χωριά. Ίσως οι Αλεβήτες δεν χτίζουν μιναρέδες. Ένας νεαρός άντρας φάνηκε στο βάθος. Μαζί του δύο μικρά κοριτσάκια. Είναι ο φύλακας του τεκέ, ζει εκεί και τα κοριτσάκια ήταν τα δύο από τα τρία παιδιά του. Ευγενέστατος και γλυκομίλητος, μας χαιρέτησε σφίγγοντάς μας εγκάρδια το χέρι. Μας έδωσε από ένα τρίγλωσσο (Ελληνικά, Τουρκικά, Αγγλικά) φυλλάδιο για τον τεκέ. Μας μίλησε για το τάγμα τους, για τα πιστεύω τους, για το γεγονός ότι δέχονται όποιον έρθει, ανεξάρτητα την πίστη του, μιας και όλοι είναι πλάσματα του ίδιου Θεού, ανεξάρτητα πως τον ονοματίζει ο καθένας και γι αυτό κάθε επισκέπτη τον χαιρετά με χειραψία γιατί είναι σα να σφίγγει το χέρι του ίδιου του Θεού!!! Μας είπε ακόμα ότι ανάβουν κι αυτοί κεριά σαν τους Χριστιανούς, και ότι στις τελετουργίες τους έχουν πολλά που θυμίζουν Χριστιανούς, μας είπε, και τι δε μας είπε!

Βγάλαμε τα παπούτσια μας και μπήκαμε στο πρώτο δωμάτιο, που είναι χώρος συγκέντρωσης των πιστών. Στη συνέχεια πήγαμε στο διπλανό δωμάτιο, τον χώρο της προσευχής. Στο πάτωμα έχουν μια πέτρα, κομμάτι, υποτίθεται, από τον βράχο της Μέκκας,
και πιο κει μια ξύλινη ραφιέρα με μπρούτζινα κηροπήγια. Στους τοίχους υπάρχουν αποσπάσματα από το Κοράνι. Στο δωμάτιο υπάρχει ένα μεγάλο τζάκι και φυσικά παντού χαλιά. Συνεχίσαμε σε ένα τρίτο, ξεχωριστό αυτό σπιτάκι.
Ο Τάφος του Δερβίση. Με το πράσινο κάλυμμα, τα κηροπήγια, αποσπάσματα από το Κοράνι και μια διακοσμητική τρέσα στους τοίχους και χαλιά. Βγήκαμε και πάλι στην αυλή. Τον ρώτησα γιατί δεν υπάρχουν πινακίδες; Μου είπε πως εδώ και πάρα πολύ καιρό ζητά από τη Νομαρχεία αλλά αυτοί τίποτα. Αγαπητοί κύριοι τοπικοί «άρχοντες», μπορεί να μην θέλετε ένα τέτοιο μνημείο στην περιοχή σας, μπορεί ίσως να ντρέπεστε γι αυτό, αλλά με το να μην βάζετε δυο ταμπέλες δεν το εξαφανίζετε. Νομίζω στρουθοκαμηλισμό το λένε αυτό. Άσε που ένα τέτοιας εμβέλειας μνημείο θα μπορούσε να είναι κεφάλαιο για το νομό σας. Για σκεφτείτε το ξανά.
Συνεχίσαμε την κουβέντα μας χαλαρά και αυτή πήρε άλλους δρόμους. Τον ρωτήσαμε πιο προσωπικά πράγματα, για την οικογένειά του, για τη διαμονή του εκεί και άλλα πολλά. Τι γλυκός άνθρωπος!! Νάναι πάντα καλά κι αυτός και η όμορφη οικογένειά του!! Μας αποχαιρέτισε και πάλι με θερμή χειραψία και ξεκινήσαμε για την επιστροφή.
Από εσωτερικούς δρόμους, μέσα από αμπελώνες, φτάσαμε στη Δαδιά.
Ο ήλιος ετοιμαζότανε να βουτήξει πίσω από τα βουνά και θέλαμε να κάτσουμε κάπου για φαΐ. Αμ, δε! Τα πάντα κλειστά. Αύγουστος μήνας και όλα κλειστά. Φαντάσου τι θα γίνεται το χειμώνα. Ήταν πια βράδυ σα φτάσαμε σε μια ταβέρνα κοντά στο ξενοδοχείο μας. Φαγητό αδιάφορο αλλά η κούραση ήταν τέτοια που δεν είχαμε καν τη διάθεση να απολαύσουμε ένα φαγητό. Απλά να φάμε και να πάμε για ύπνο. Είχαμε ξεπεράσει αρκετά τα 300χμ εκείνη τη μέρα. Εκτός όμως από την απόσταση, είχαμε πάρει υπερβολική δόση εντυπώσεων και εικόνων. Επειγόντως στο κρεβάτι μπας και τακτοποιηθούν στο νου όλα αυτά. Καλή ξεκούραση και πάντα τέτοια!
(το ταξίδι συνεχίζεται…)