Το ταξιδάκι έγινε 10 με 17 Ιουλίου εντελώς απρογραμμάτιστα με απόφαση κυριολεκτικά της τελευταίας στιγμής εν είδει απόδρασης από το στενάχωρο κλίμα των τελευταίων οικονομικών εξελίξεων. Ακτοπλοϊκά εισιτήρια (2 άτομα + αυτοκίνητο) έβγαλα το πρωί λίγο πριν τον απόπλου από κιόσκι στο λιμάνι του Βόλου (114,50 ευρώ η απλή μετάβαση – στο ιντερνέτ είχε 140) ενώ δωμάτιο έκλεισα, τηλεφωνικά καθώς ταξίδευα με το πλοίο, στην πανσιόν ΝΙΝΑ (στα 40 ευρώ από τα 45 του booking)
1η μέραΤο ferry της Hellenic Seaways αναχώρησε μισογεμάτο λίγο πριν τις 8.00 και πιάνοντας σκάλα στα λιμανάκια της Σκιάθου – όπου κατέβηκαν οι περισσότεροι ταξιδιώτες,

της Γλώσσας

και της Σκοπέλου

έφτασε σε 5 ώρες και κάτι στο Πατητήρι όπως ονομάζεται το λιμανάκι της Αλοννήσου με ελάχιστους εναπομείναντες επιβάτες.

Σε λίγα λεπτά είμαστε στο «κουκλίστικο» δωμάτιο

με θέα στο μικρό λιμάνι και αφού η ξενοδόχος μας εφοδίασε με χάρτη του νησιού όπου σημείωσε πληροφορίες για παραλίες και ταβέρνες πάμε για το πρώτο μπάνιο στην παραλία Μηλιά. Το νησί όπως αμέσως διαπίστωσα είναι κατάφυτο από πεύκα και το ζουζούνισμα από τα τζιτζίκια πανταχού παρόν.

Η μικρή παραλία είχε βότσαλο, καμπίνα αποδυτηρίου και ήταν πεντακάθαρη. Ένα ταβερνάκι στην άκρη είχε καμιά δεκαριά ομπρέλες και ξαπλώστρες για τους πελάτες του.

Παρκάραμε κάτω από παχιά σκιά το αμάξι και απολαύσαμε τα εξαιρετικής διαφάνειας νερά.

Απόγευμα ήπιαμε τα ουζάκια μας στο ταβερνάκι αφήνοντας για «καπάκι» την παραδοσιακή Αλοννησιώτικη τυρόπιττα. Με ιδιαίτερα τραγανό φύλλο ετοιμάζεται και ψήνεται επί τόπου σε μισή ώρα.

Το βραδάκι πήγαμε στη Χώρα την παλιά πρωτεύουσα του νησιού (απόσταση από Πατητήρι 3 km) η οποία μετά τον σεισμό του 1965 σχεδόν εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους. Ο οικισμός που έχει χαρακτηρισθεί διατηρητέος αποτελεί ολόκληρος ένα αξιοθέατο. Τα πέτρινα σπίτια του έχουν ανακαινισθεί διατηρώντας την παλιά αρχιτεκτονική και πολλά έχουν αγοραστεί από Γερμανούς πού μένουν αρκετούς μήνες στο νησί. Από τα 25 πάνω-κάτω νησιά που έχω πάει μου θύμισε έντονα την Χώρα της Αμοργού. Καλόγουστα μαγαζάκια, καφέ, μπαράκια, ρεστωράν με απαλή μουσική σε χαμηλή ένταση, χαμηλόφωνες οι συζητήσεις των θαμώνων – καμία σχέση με τα πολύβουα στενά των κοσμοπολίτικων νησιών.


Καθίσαμε για ποτό στο «Χαγιάτι» ένα μπαράκι με ζωντανή μουσική (έντεχνο) στην άκρη ενός βράχου με απέραντη θέα.
