ΜΕΡΑ 1η, 9/8/2006, 11:15πμ, ΣΤΑΘΜΟΣ ΛΑΡΙΣΣΗΣΛίμνη Ζάζαρη
Το ταξίδι ξεκινάει. Μετά από 8 χρόνια ακριβώς κάνω την ίδια ακριβώς διαδρομή, όμως με διαφορετικό προορισμό. Τότε ήταν η Θεσσαλονίκη και συντροφιά μια μεγάλη παρέα, στα ξένοιαστα χρόνια στο ξεκίνημα της φοιτητικής ζωής..
Σήμερα συντροφιά μου μοναχά οι σκέψεις μου, από επιλογή, χωρίς ίχνος μιζέριας και παρελθοντολαγνείας. Σ΄ ένα ταξίδι αστραπή, που αποφασίστηκε σε κλάσματα δευτερολέπτου, προετοιμάστηκε με τόση λεπτομέρεια όσο ένας φραπέ, αλλά που προϋπήρχε στο πίσω μέρος του μυαλού μου χρόνια τώρα και που θα παραμείνει και στο μυαλό και στην καρδιά μου.
ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ ΝΩΡΙΤΕΡΑ
Ένα πρωί Σαββάτου αποφάσισα να βάλω τάξη σε αυτό που κανονικά έπρεπε να λέγεται δωμάτιο. Μαζεύοντας και πετώντας άχρηστα χαρτιά και αντικείμενα, το μάτι μου έπεσε σε ένα cd-rom εφημερίδας με ταξιδιωτικούς προορισμούς στην Ελλάδα. Λίγο πριν το πετάξω σκέφτηκα να το «πετάξω» πρώτα στο pc μου να ρίξω μια ματιά, έτσι από περιέργεια.
Λίγο καιρό πριν, ονειρευόμουν ένα ταξίδι στη Βόρεια Ελλάδα, συγκεκριμένα στις Πρέσπες και τις γύρω περιοχές. Αφορμή, ένα ντοκιμαντέρ που είδα στην τηλεόραση και μου είχε κάνει εντύπωση.
Με το που ανοίγει η πρώτη σελίδα του cd-rom, να σου μπροστά μου ο Νομός Φλώρινας και οι Πρέσπες. Πρώτο – πρώτο.. Δεν ήθελα πολύ να το αποφασίσω. Σημάδι, σκέφτηκα..
Εκείνη την περίοδο διέθετα 2-3 εργάσιμες και πολύ λίγα χρήματα. Ό,τι χρειαζόμουν. Απλώς πήρα τηλέφωνο το πρώτο ξενοδοχείο του cd-rom που αναφερόταν στην περιοχή της Φλώρινας, έκλεισα δωμάτιο για την ερχόμενη Τετάρτη με προοπτική για ένα επιπλέον βράδυ, πήγα στο σταθμό Λαρίσσης, έβγαλα το εισιτήριο μου χωρίς επιστροφή (όλα αυτά την ίδια στιγμή..) και να’ μαι λοιπόν στο παρόν..
9/8/2006, 11:15πμ, ΣΤΑΘΜΟΣ ΛΑΡΙΣΣΗΣ ( συνέχεια )
Καφενείο στο ΠλατύΤο τραίνο σου προσφέρει θέα που δε μπορείς να δεις από το αυτοκίνητο. Φεύγω λοιπόν για ένα μέρος που δεν έχω ξαναπάει, μία αρκετά μεγάλη ( σε ώρες, όχι χιλιόμετρα ) διαδρομή (10 ώρες) σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και χωρίς συντροφιά. Προορισμός το Αμύνταιο, μια κωμόπολη της Φλώρινας, 3500 κατοίκων. Τραίνο με κατεύθυνση Θεσσαλονίκη, ανταπόκριση σ ένα μέρος που λέγεται Πλατύ ( στα Γιαννιτσά ), κ από κει άλλο τραίνο για Αμύνταιο. Βαγόνι 2, θέση 37, διάδρομος. Νυστάζω μιας και τις προηγούμενες 2 μέρες πριν φύγω ( και γενικά πριν κάθε ταξίδι ) δεν κοιμήθηκα και πολύ. Δε θέλω να κοιμηθώ για να μη χάσω ούτε λεπτομέρεια. Μια παρέα μπροστά μιλάνε συνέχεια, ο διπλανός κοιμάται σ όλη τη διαδρομή, η απέναντι ακούει μουσική, ένας πιτσιρικάς διαβάζει asterix.
Αποσκευές: Ένα σακίδιο ώμου με cd, φακό, περιοδικά, στυλό, φωτογραφική μηχανή, ένα σάντουιτς, κ ένα θερμός με παγωμένο τσάι, και ένα λίγο μεγαλύτερο σακίδιο με 2 αλλαξιές ρούχα και παπούτσια.
Πρώτος σταθμός, Οινόη. Κορυφαίο σκηνικό: Τύπος αδειάζει όλο τον καφέ του στο παντελόνι μιας κοπέλας. Επικρατεί πανικός ( κ γέλια ). Δεύτερος σταθμός Θήβα.. Τελικά αποκοιμάμαι.. Ξυπνάω και έχουμε ήδη απομακρυνθεί από την Αττική. Περάσαμε το Λιανοκλάδι.
Κατσίκες και βοσκοί κάνουν την εμφάνισή τους στις βουνοπλαγιές. Έφυγα για τα καλά, σκέφτομαι...Για πολλή ώρα το μόνο που βλέπουμε είναι δέντρα, βουνά και τούνελ, όμως είναι τόσο πιο όμορφα από το γκρίζο της Αθήνας. Ανεβαίνουμε, κατεβαίνουμε, μετά ανεβαίνουμε πάλι...Όταν είμαστε ψηλά, η θέα είναι μαγευτική. Ο καιρός όσο ανεβαίνουμε βόρεια μας κάνει παιχνίδια & μου κάνει εντύπωση ένα μαύρο σύννεφο βροχής που ταξιδεύει μαζί μας τα τελευταία 10 λεπτά, σα λαθρεπιβάτης μες στον κατά τ΄ άλλα καλοκαιριάτικο ουρανό του Αυγούστου. Δεν περνάνε 10 λεπτά και αυτός ο «λαθρεπιβάτης» κατεβαίνει από το τραίνο και τη θέση του παίρνει ένας λαμπερός ήλιος. Περνάμε τη Λάρισσα. Εδώ το τραίνο φορτώνει πολύ κόσμο. Στο cd ακούω Jethro Tull: Heavy Horses, όσοι το γνωρίζουν θα καταλάβουν γιατί.
Προχωράμε προς Κατερίνη.
Ξενώνας Κοντοσσώρος15:05
Έχω άλλες 5 ώρες μπροστά για το Αμύνταιο, αφού δυόμιση ώρες θα περιμένω την ανταπόκριση στο Πλατύ όπου φτάνω σε λίγο.
Ο διπλανός έφυγε κι έτσι ξεκλέβω λίγη απ την χαρά του παράθυρου έστω και για τα λίγα λεπτά που μένουν για να κατέβω. Καθρεφτίζω το πρόσωπό μου στο τζάμι με φόντο το τοπίο..
15:40
Με μικρή καθυστέρηση φτάνω στο Πλατύ. Ο σταθμάρχης με ενημερώνει για την ανταπόκριση και κάθομαι στο καφενείο του σταθμού. Ολομόναχος, σε ένα σταθμό στη μέση του πουθενά, ο μοναδικός άνθρωπος που περίμενα τραίνο. Κάνω το πρώτο τσιγάρο μετά από 6 ώρες, κάνω και ένα δεύτερο, γεμίζω παγωμένο τσάι το θερμός και παίρνω ξηρά τροφή για τη συνέχεια. Έχω 2 ώρες και κάτι ακόμα. Κάνω κανά δυό τηλέφωνα. Το καφενείο του σταθμού κρατούσε ένα νεαρό ζευγάρι γύρω στα 30 τους. Τους ρώτησα αν υπήρχε τίποτα αξιόλογο να δω και να φωτογραφήσω εκεί γύρω. «Μεγάλε,» μου λέει το παιδί, «το πιό αξιόλογο που μπορείς να δεις εδωπέρα είμαστε εμείς». Είχε δίκιο. Ήταν ερημιά. Έκατσα στο καφενείο λοιπόν, ζήτησα απ τα παιδιά να φορτίσω λίγο το κινητό μου, και διάβασα ένα περιοδικό για να περάσει η ώρα.
17:00
«Έ, ρε τι κάν’ η τηλεπικοινωνία κ οι ασύρματ’..» ακούω μια φωνή απ’ έξω.
Ένας μικρός χαμός, αφού μία αμαξοστοιχία με κατεύθυνση Αθήνα κατά λάθος φόρτωσε τον ένα σταθμάρχη! Πώς έγινε, ακόμα δε μπορώ να καταλάβω. Συνεννοήθηκαν οι σταθμάρχες με τους ασύρματους κ έτσι σταμάτησε η αμαξοστοιχία κατεβάζοντας τον ταλαίπωρο σταθμάρχη που θα κατέληγε 500χλμ μακριά απ το σπίτι του.
17:45
Περιμένω το τραίνο για Αμύνταιο. Νυστάζω και πεινάω αρκετά έχοντας κλείσει 9 ώρες ταξιδεύοντας
17:55
Επιτέλους. Τελευταίο δρομολόγιο για σήμερα. Είμαι στο τραίνο για Αμύνταιο.
Πρώτος σταθμός: Αλεξάνδρεια ( πόσες υπάρχουν αναρωτιέμαι )
Ακολουθούν με τη σειρά: Κεφαλοχώρι - Ξεχασμένη (!) - Κουλούρα - Βέροια - Νάουσα - Επισκοπή - Σκύδρα - Έδεσσα - Άρνισσα
ΣΚΕΨΗ:Ξενώνας Κοντοσσώρος
Παρατηρώντας το σούρουπο απ το τραίνο, ν απλώνεται σιγά σιγά στα λιτά τοπία από σπίτια κ φύση και με το επαναλαμβανόμενο «τσαφ τσουφ» του τραίνου, με πιάνει μια γλυκιά υπνηλία κ συνειδητοποιώ πως το να ακολουθείς τους φυσικούς ρυθμούς του σώματος σου, όπως κάνουν τα ζώα και τα φυτά, δεν γίνεται στην πόλη. Στην Αθήνα τέτοια ώρα πίνουμε καφέ ή χαζεύουμε στα μαγαζιά για να μεγαλώσουμε την ημέρα, την ημέρα που ποτέ δεν καταλαβαίνουμε πως φεύγει...
Στο τραίνο για Αμύνταιο συνεπιβαίνει μια χαμογελαστή γυναίκα η οποία με κατατοπίζει για το τί θα δω, που θα πάω, αλλά κ πόσο καλή επιλογή ήταν το ξενοδοχείο που διάλεξα να μείνω ( αυτό που έκλεισα στην τύχη ). Κάτι που με ανακούφισε αρκετά, έχοντας ακούσει ιστορίες φίλων μου για ξενοδοχεία με μόνιμους κάτοικους ποντίκια και άλλα «συμπαθή» τετράποδα...Παραδίπλα ο ελεγκτής εισιτηρίων κ ένας επιβάτης θαυμάζουν την σκαλιστή γκλίτσα ενός παππού ο οποίος καυχιέται πως την έφτιαξε μόνος του. Ξαφνικά η κυρία που μου μιλούσε με σκουντάει να κοιτάξω το τζάμι...Μένω έκπληκτος στη θέα της Βεγορίτιδας λίμνης. Μια μικρή θάλασσα μέσα στα βουνά. Προλαβαίνω να βγάλω «κουνημένες» φωτογραφίες απ’το τραίνο.
19:50
Φτάνω επιτέλους στο Αμύνταιο και από κει με ταξί στην περιοχή Ξινό Νερό όπου ήταν ο ξενώνας που θα έμενα. Ο «Ξενώνας Κοντοσσώρος» μου άρεσε απ΄τη στιγμή που μπήκα στη ρεσεψιον με το ξύλινο σαν πηλιορείτικο στυλ να κυριαρχεί, ως το δωμάτιο στο οποίο με εξέπληξε η καθαριότητα και οι ανέσεις. Όλα καλά, κρεβάτι διπλό, ψυγειάκι, τηλεόραση, μεγάλο και άνετο wc..Δεν κάνω διαφήμιση. Δεν ήξερα τίποτα για το μέρος, όμως ήταν όλα ok.
Μονοπάτι για το καταφύγιο του Αρκτούρου20:30
Αφού ξεπακετάρισα ήρθε η ώρα για ένα μπάνιο να φύγει όλη η κούραση. Προς μεγάλη μου έκπληξη το νερό είναι πραγματικά ξινό(!) και από εκεί έχει πάρει το όνομα της η περιοχή. Αργότερα θα μάθω από τους ντόπιους πως το ξινό νερό είναι εξαγώγιμο προϊόν και μάλιστα φοβερό χωνευτικό, κάτι που θα διαπιστώσω με προσωπική εμπειρία μετά από ένα γερό βραδινό. Το πρώτο βράδυ πέρασε σχετικά γρήγορα μιας και έφτασα αρκετά αργά ώστε να κάνω οτιδήποτε. Μοναδικό highlight: Τοπική σπεσιαλιτέ του ξενοδοχείου: Κεφτέδες με χυλοπίτες. Εξαιρετικό απλά.
Μοναδικό αρνητικό: Το βραδινό μόνος μου, χωρίς παρέα να μοιραστούμε την κούραση και τις εμπειρίες. Δεν πειράζει σκέφτηκα, επιλογή μου ήταν.
ΜΕΡΑ 2η
Με το ξημέρωμα της επόμενης ημέρας ανοίγω τα παράθυρα για να συνειδητοποιήσω οτί βρισκόμουν όντως εκεί, Πέτρινο σπίτι στο Νυμφαίοστη Βόρεια Ελλάδα κι όχι στο κέντρο μιας Αθήνας, που όπως κάθε πρωί, παραπατάω μέχρι να φτάσω στη δουλειά. Αντίκρισα το υπέροχο θέαμα μιας καλοκαιρινής βροχής να μουσκεύει τις αυλές των σπιτιών και τις κατάφυτες πεδιάδες από καλαμποκιές. Στον αέρα μύριζες μυρωδιές χωριού, την υγρασία από το μουσκεμένο χώμα, την ευωδιά από τα λουλούδια στις αυλές... Κατέβηκα στη ρεσεψιόν για πρωινό, και είπα κάνα δυο κουβέντες με τους ιδιοκτήτες ρωτώντας τους πιθανά μέρη που θα μπορούσα να πάω. Μην έχοντας μεταφορικό μέσο, και με τέτοια βροχή έπρεπε αναγκαστικά να συμβιβαστώ με τα πιο κοντινά μέρη. Συγκοινωνίες δεν υπήρχαν στο Ξινό Νερό. Ο ξενοδόχος μου κάλεσε ένα ταξί το οποίο με μετέφερε στο Νυμφαίο, ενα κοντινό χωριό, κάπου 20-25 χλμ. από το ξενοδοχείο σε υψόμετρο 1300 μέτρων. Ένας επίγειος παράδεισος με πανέμορφα σπίτια με λαμαρινένιες σκεπές, ξενώνες, καφενεία και άγρια ομορφιά. Ήταν δεν ήταν 10.30 και ήμουν ο πρώτος «ξένος» που έφτασε εκείνη τη μέρα στο χωριό. Θυμάμαι την ηρεμία που ένιωσα με το που κατέβηκα στην πλατεία του χωριού.. Ένα δροσερό αεράκι φύσηξε το πρόσωπό μου φέρνοντας μου μυρωδιά από καμένο ξύλο.. Κάποια τζάκια δούλευαν κιόλας, αρχές Αυγούστου... Το Νυμφαίο αντενδείκνυται σε όσους είναι λάτρεις του θόρυβου και της πολυκοσμίας της πόλης γιατί απλώς αυτά είναι δυο στοιχεία που απουσιάζουν. Αυτό που μπορείς να κάνεις είναι να χαλαρώσεις, να κλείσεις το κινητό και να απολαύσεις τη θέα από τα 1300 μέτρα και τις μυρωδιές του χωριού.
11:00
Περπατώντας σε καλντερίμι στο Νυμφαίο24 ώρες πέρασαν από την ώρα που έφυγα από την Αθήνα και μου φαινόταν σα να ‘ταν 3 μέρες. Όλα όσα είδα στη διαδρομή, κάθε τι καινούριο είχε τη δική του θέση σ αυτό το 24ωρο. Συνέχισα να ανακαλύπτω το Νυμφαίο με το ένστικτο του οδοιπόρου που απλά ακολουθεί μονοπάτια και εικόνες που μοιάζουν οικείες. Ξαφνικά 4 άλογα βρέθηκαν να περπατούν ελεύθερα και ασυνόδευτα σ ένα καλντερίμι που περπατούσα! Τρόμαξα λίγο όμως πρόλαβα να βγάλω φωτογραφία τους. Έμαθα αργότερα πως ανήκαν σε έναν ξενώνα ο οποίος διέθετε ιππικό όμιλο όπου μπορούσε κανείς να μάθει ιππασία. Προχωρώντας «σκόνταψα» στο μοναδικό μαγαζί με δώρα και σουβενίρ που υπήρχε εκεί. Αν κανείς βρεθεί στο Νυμφαίο αξίζει να περάσει από το μαγαζάκι της κυρα-Γεωργίας. Είναι τόσο αυθεντικά καλή και χαμογελαστή που μένει αξέχαστη. Σε ένα μαγαζάκι δύο τετραγωνικών, η κυρα-Γεωργία μου έμαθε και τη Ρουμανοβλάχικη χαιρετούρα που λένε οι ηλικιωμένοι του χωριού. – «Τσί Φάτς; » ( Τί κάνεις;) – «Γκίνε» ( Καλά )... Φυσικά δε θα μπορούσα να μην πάρω 1-2 μικρά ενθύμια.
Είχε αρχίσει να ξαναμαζεύει σύννεφα. Ήθελα να κάτσω στον καφενέ του χωριού να πιω έναν ελληνικό όμως, πεζός καθώς ήμουν, έπρεπε να προλάβω τη βροχή και να δω κάτι πιό σημαντικό. 100 μέτρα από την πλατεία, ξεκινούσε το μονοπάτι που σε οδηγούσε μέσα από ένα δάσος στο καταφύγιο του Αρκτούρου, της οργάνωσης για την προστασία της αρκούδας και άλλων σπάνιων ζώων. Άλλα 500 μέτρα και έφτασα στο καταφύγιο. Εκεί περιμένουν κάθε μέρα από τις 10 έως τις 5 το απόγευμα μια ομάδα παιδιών από διάφορα μέρη της Ελλάδας τα οποία εθελοντικά αφήνουν σπίτια και ανέσεις και ζουν κάτι διαφορετικό στηρίζοντας μια προσπάθεια διάσωσης ενός πολύ όμορφου και παρεξηγημένου ζώου, της αρκούδας. Ανά μία ώρα γίνεται μία ξενάγηση των 20 λεπτών Η πλατεία στο Νυμφαίοστον ελεγχόμενο χώρο του αρκτούρου όπου προστατεύονται αρκετές αρκούδες σε ένα περιβάλλον όσο γίνεται όμοιο του φυσικού τους. Δυστυχώς το πλέγμα που περιβάλλει το χώρο με τις αρκούδες είναι αρκετά πυκνό και η φωτογράφιση είναι δύσκολη. Τα παιδιά μου εξηγούν πως ούτως ή άλλως στις αρκούδες δεν αρέσουν οι ενοχλήσεις ούτε τα φλας απο τις φωτογραφικές μηχανές. Η περιήγηση μου στις αρκούδες ξεκίνησε στις 3 το μεσημέρι. Ήμουν ο μόνος άνθρωπος που είχε πάει τέτοια ώρα και πρότεινα στα παιδιά απλά να ρίξω μια ματιά μόνος μου, για να αποφύγουν να λένε το «ποιηματάκι». Φυσικά τα παιδιά όχι απλώς με ξεναγήσαν, αλλά μου τα είπαν με κάθε λεπτομέρεια. Τους άρεσε απίστευτα αυτό που κάναν. Στη διάρκεια της ξενάγησης άλλοι δύο άνθρωποι (ένα ζευγάρι γύρω στα 45 τους) έφτασαν στον αρκτούρο για να κάνουν την ξενάγηση. Έμελλαν να είναι οι σωτήρες μου. Ξαφνικά άρχισε μία μπόρα που μούσκεψε τα πάντα και κατέβασε την ομίχλη μέχρι τα πόδια μας. Κλειστήκαμε στο καταφύγιο φορώντας μπουφάν, με ξυλόσομπα και ζεστά ροφήματα ( Αύγουστο μήνα..), και περιμέναμε, και περιμέναμε... Η βροχή δυνάμωνε και η ώρα είχε πάει 4 το απόγευμα. Ένα σκοτεινό και υγρό απόγευμα, στα 1300 μέτρα υψόμετρο. Αγνανεύοντας την ομίχλη στο Νυμφαίο«Εδώ θα ξεμείνω» σκέφτηκα. Το ζευγάρι επισκεπτών κατάλαβε πως ήμουν τελείως ξέμπαρκος στην περιοχή και χωρίς μεταφορικό. «Θα θέλατε να σας κατεβάσουμε μέχρι το επόμενο χωριό, να γλιτώσετε λίγη βροχή;» μου πρότειναν. Ξαφνιάστηκα από την ευγένειά τους. Μέσα σε λιγότερο από μία ώρα γνωριστήκαμε, περπατήσαμε στην ομίχλη, φάγαμε βροχή, μοιραστήκαμε ομπρέλες και βρέθηκα να κάθομαι στο πίσω μέρος του αμαξιού τους παρέα με το σκυλί τους! Στο δρόμο μιλήσαμε, γελάσαμε, σχεδόν είπαμε τις μικρές μας ιστορίες σε μία ώρα. Φτάσαμε στο σταυροδρόμι που θα με άφηναν. Εγώ πήγαινα αριστερά και εκείνοι δεξιά. Από εκεί θα έπαιρνα ένα ταξί τηλέφωνο γιατί με τέτοιον καιρό μόνο μέχρι εκεί θα πήγαινε οποιοδήποτε ταξί.
Τελικά άλλαξαν όλη τους την πορεία (25χλμ κύκλο) για να με πάνε μέχρι το ξενοδοχείο!
«Δε σ αφήνω εδώπερα. Πες πως ήσουν δικό μου παιδί» Θυμάμαι να μου λένε...
Τους ευχαρίστησα. Μόλις κατέβηκα από τ αυτοκίνητο μου λείπαν κιόλας! Ήταν και η μόνη κουβέντα που αντάλλαξα σε 2 μέρες! Τη βοήθεια που μου έδωσαν δε θα την ξεχνάω ποτέ. Ούτε και τους ίδιους. Ελπίζω κάποια φορά οι δρόμοι μας να ξανασυναντηθούν, ποιός ξέρει...
17:30, ΞΕΝΩΝΑΣ
Πίσω στο ξενοδοχείο, μουλιασμένος απ΄τη βροχή κι όμως τόσο μα τόσο γεμάτος από την ημέρα. Έκανα μπάνιο και ήθελα και συνέχεια. Πέρασα το απόγευμά μου χαλαρώνοντας δίπλα στη μαγευτική λίμνη Ζάζαρη όπου έβγαλα και μερικές φωτογραφίες.
Καταφύγιο Αρκτούρου20:00, ΞΙΝΟ ΝΕΡΟ – ΞΕΝΩΝΑΣ
Δεύτερο και τελευταίο μου βράδυ στη Φλώρινα. Παρόλο που με τα «Αθηναϊκά» δεδομένα ήταν πολύ νωρίς, δεν υπήρχε τίποτε άλλο να κάνω. Έκανα μία τελευταία βόλτα στο Ξινό Νερό και απόλαυσα μια μαγευτική πανσέληνο. Πήρα τηλέφωνο αγαπημένα μου πρόσωπα γιατί η μοναξιά το βράδυ δεν παλεύεται. Άρχισε να κάνει κρύο. Πίσω στον Ξενώνα, βραδινό, λίγο ξινό νερό για τη χώνευση, τσιγάρο ( τελευταίο, στην Φλώρινα και... γενικά ) και τηλεόραση για να περάσει η μοναχική νύχτα ξαπλωμένος σ ένα διπλό κρεβάτι. Το δεύτερο 24ωρο είχε φτάσει στο τέλος του..
ΜΕΡΑ 3η, 8:00, ΞΕΝΩΝΑΣ
Ξύπνησα νωρίς γιατί έπρεπε να πάω στο κέντρο του Αμύνταιου να βγάλω εισιτήριο για την επιστροφή μου. Αποφάσισα να φύγω. Ελλείψει χρόνου και χρήματος. Όπως αναφέρω και στην αρχή, έφυγα με πολύ βασικές ποσότητες και από τα δύο...Είχα όμως ήδη περάσει όμορφα. Δεν ήθελα ν αρχίσει να μην μου αρέσει. Μέχρι το μεσημέρι είχα φύγει.
Στην Φλώρινα έμεινα 2 βράδια. Τόσο λίγο που δεν πρόλαβα να δω όλα όσα θα ήθελα. Παρατηρούσα τις Λίμνη Ζάζαρηαπέραντες σπαρμένες πεδιάδες καθώς έφευγα και στενοχωριόμουν που έπρεπε να γυρίσω. Να γυρίσω στα άδεια 24ωρα, στα άδεια πρωινά της δουλειάς, τα λεωφορεία, την κίνηση, τη βαβούρα, το γκρίζο...
Σκεφτόμουν πόσες εικόνες εναλλάχθηκαν στο μυαλό μου μέσα σε 2 μέρες και πόσο γεμάτος ένιωθα από αυτό. Σκεφτόμουν πως από τις 3 μέρες που πήρα, οι δύο μέρες έφυγαν σε ταξίδι και όχι στον προορισμό. Τελικά δεν κατάφερα να πάω στις Πρέσπες όπως είχε υπολογίσει. Δεν με πείραξε όμως. Ήταν τόση η γοητεία του απρόσμενου, σαν τον έρωτα που σε βρίσκει απροετοίμαστο κι όμως σ αρέσει. Έτσι ένιωσα κ εγώ σ αυτό το ταξίδι. Ερωτευμένος και μεθυσμένος με αυτά που έζησα, όσο ασήμαντα και μικρά και τυχαία(?) μπορεί να ήταν.
Αυτό που μένει δεν είναι απαραίτητα ο προορισμός μα το ταξίδι πιο πολύ. Το ταξίδι είναι όλες αυτές οι λεπτομέρειες που μας διαφεύγουν όταν αγχωνόμαστε, μήπως δε βρούμε δωμάτιο ή μήπως δεν κλείσουμε νωρίς, ή όταν προγραμματίζουμε την παραμικρή λεπτομέρεια του ταξιδιού κοροϊδεύοντας τον εαυτό μας με την ψευδαίσθηση του ελέγχου. Παίρνεις πολλά ρούχα, δεν θα φορέσεις ούτε τα μισά. Παίρνεις λίγα, θα ξεμείνεις. Νόμος. Ο προορισμός μου δεν ήταν ο πιο τουριστικός, προέκυψε από το πουθενά και ίσως να μην έπεισα κανένα να τον επισκεφθεί... Μπορεί να κούρασα σε σημεία και ζητώ συγνώμη εάν αυτό ισχύει. Όμως παρέθεσα ότι είδα, λίγα ή πολλά. Θέλησα να σας κάνω συνοδοιπόρους μου και τίποτα παραπάνω. Όσο ασήμαντο ή σημαντικό ήταν για τον καθένα αυτό.
Όπως τα έζησα εγώ αυτά τα δύο 24ωρα θα μου μείνουν αξέχαστα, γιατί ένιωθα για πρώτη φορά πως νικούσα τον Λίμνη Βεγορίτιδαχρόνο! Πως μπορεί κανείς να κάνει πράγματα σε λίγο χρονικό διάστημα και πως πάντα υπάρχει ελπίδα ακόμη κ όταν είσαι στην μέση του πουθενά. Έμεινα μόνος στην καταιγίδα κ βρήκα βοήθεια. Έφυγα ανοργάνωτος χωρίς πλάνο και χωρίς εισιτήριο επιστροφής κι όμως βρήκα την άκρη. Κουράστηκα και για πρώτη φορά δεν παραπονιόμουν. Πήρα ένα σωρό τραίνα σε 2 μέρες και πέρασα απ' όλη την Ελλάδα. Έγινα φίλος με αγνώστους. Είδα ανθρώπους που έχουν αφήσει ανέσεις και χρήματα πίσω και προσφέρουν το χρόνο τους σε έναν καλό σκοπό. Οι άνθρωποι στη Βόρεια Ελλάδα είναι υπέροχοι. Χωρίς εξαιρέσεις. Έμαθα Ρουμανοβλάχικα από την κυρα-Γεωργία. Είδα Άλογα και Αρκούδες! Έβαλα να μου δουλέψουν όσα έχω μέσα μου. Μέσα σε δύο 24ωρα.
Μη φοβάστε να μείνετε μόνοι με τον εαυτό σας για λίγο. Οι απαντήσεις θα έρθουν και αυτές μόνες τους, μακριά από το θόρυβο, όπου μπορείς να ακούσεις τη «μικρή φωνούλα» μέσα σου πιο καθαρά. Εμένα τουλάχιστον μου χρειαζόταν. Να δω ποιά πράγματα αγαπώ και τί μπορώ. Μην πλανάρετε τα πάντα. Μην είστε απλοί τουρίστες. Γίνετε Ταξιδιώτες.
Υ.Γ. Σ αυτή την εκδρομή αποφάσισα και έκοψα το κάπνισμα οριστικά, κάτι που πάλευα πολύ καιρό και δεν τα κατάφερνα. Τα κατάφερα εκεί μακριά απ το θόρυβο και εξακολουθώ να μην καπνίζω. Επιλογή. Πάλι.